- ἔκρουν
- ἔκρουνἔκροοςoutflow: masc acc sg (attic )ἐκρέωflow out: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric )ἐκρέωflow out: imperf ind act 1st sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἔκρουν — ἔκροος outflow masc acc sg (attic) ἐκρέω flow out imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐκρέω flow out imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek